- διαφεντεύω
- και διαυθεντεύω και δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω)1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι («ὁποῑον [φησὶ] ἐδιαυθέντευεν ὁ ρὴξ τῆς Ἐγγλιτέρρας», Γεωργηλάς)μσν.1. ορίζω («κρατοῡμεν αὐτοὺς τοὺς θείους νόμους] και διαφενδεύομεν νὰ εἶναι ἀσάλευτοι», Ιστ. πατριαρχική)2. εναντιώνομαι, απαγορεύω («μὲ βλέπουν καὶ διαφεντεύγουν με νὰ μὲν ἐβγω ἀππῶδε», Λεόντιος Μαχαιράς)3. μέσ. υπερασπίζω τον εαυτό μου, τις απόψεις μου («τί ἅρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῡμεν;» Πένθος θανάτου).
Dictionary of Greek. 2013.