διαφεντεύω

διαφεντεύω
και διαυθεντεύω και δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω)
1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω
2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι («ὁποῑον [φησὶ] ἐδιαυθέντευεν ὁ ρὴξ τῆς Ἐγγλιτέρρας», Γεωργηλάς)
μσν.
1. ορίζω («κρατοῡμεν αὐτοὺς τοὺς θείους νόμους] και διαφενδεύομεν νὰ εἶναι ἀσάλευτοι», Ιστ. πατριαρχική)
2. εναντιώνομαι, απαγορεύω («μὲ βλέπουν καὶ διαφεντεύγουν με νὰ μὲν ἐβγω ἀππῶδε», Λεόντιος Μαχαιράς)
3. μέσ. υπερασπίζω τον εαυτό μου, τις απόψεις μου («τί ἅρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῡμεν;» Πένθος θανάτου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαφεντεύω — διαφεντεύω, διαφέντεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαφεντεύω — (λ. λατ.), διαφέντεψα, διαφεντεύτηκα, διαφεντεμένος 1. προστατεύω, υπερασπίζομαι: Ζει μόνη της, χωρίς κανένα να τη διαφεντεύει. 2. διοικώ, έχω υπό την εξουσία μου: Διαφεντεύει καλά την επιχείρησή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δεφενδεύω — (Μ) διαφεντεύω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. defendere] …   Dictionary of Greek

  • διάσωνας — και διάθονας, ο ο δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. που δίνει εσφαλμένα την εντύπωση ότι είναι σύνθετη με α συνθετικό το διά (πρβλ. υδράργυρος διάργυρος, διαφεντεύω δηφεντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • διαυθεντεύω — (Μ διαυθεντεύω) διαφεντεύω* …   Dictionary of Greek

  • diafendisi — diafendisí ( sésc, ít), vb. – A apăra, a proteja. – var. diafendefsi. ngr. διαφεντεύω, aorist διαφεντευσα (Gáldi 169; Tiktin). înv., ca şi der. diafendipsis, s.f. (apărare); diafendisitor(iu), adj. (apărător). Trimis de blaurb, 18.11.2008. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”